Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2008

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΥΛΑΚΙΣΘΕΝΤΕΣ ΚΑΙ ΒΑΣΑΝΙΣΘΕΝΤΕΣ ΕΠΙ ΧΟΥΝΤΑΣ
ΛΙΒΑΔΙΩΤΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΜΑΣ

Θεσσαλονίκη 16/11/2008 – Μέγαρο Ιστορίας του Δήμου Θεσσαλονίκης

Γιώργος Συνεφάκης – Πρόεδρος του Συλλόγου Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης ‘Ο Γεωργάκης Ολύμπιος’

Αγαπητές συμπατριώτισσες και συμπατριώτες, κυρίες και κύριοι

Στο πλαίσιο του εορτασμού των 100 χρόνων από την ίδρυση του Συλλόγου μας, του Συλλόγου Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης ‘Ο Γεωργάκης Ολύμπιος’, μαζί με τις άλλες εκδηλώσεις, στις οποίες οι περισσότεροι από εσάς μας τιμήσατε με τη συμμετοχή σας, το Δ.Σ. έκρινε ότι θα πρέπει να τιμήσει και τους συμπατριώτες μας της Θεσσαλονίκης και τα μέλη του Συλλόγου μας που βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν κατά τη διάρκεια της 7χρονης δικτατορίας 1967-1974. Και υπάρχει ένας ιδιαίτερος συμβολισμός, ότι αυτή η εκδήλωση γίνεται στο Κέντρο Ιστορίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, σε έναν χώρο που στεγάζει την Ιστορία της πόλης μας, τμήμα της οποίας είναι και οι σημερινοί τιμώμενοι συμπατριώτες μας και οι πράξεις τους
.
Τέσσερις είναι οι λόγοι που μας ώθησαν να οργανώσουμε τη σημερινή εκδήλωση :

1. Διότι πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι είναι οι μνήμες τους. Και ένας Σύλλογος σαν τον δικό μας, με 100 χρόνια ζωής και χιλιάδες ανθρώπους που πέρασαν από τις γραμμές του, έχει αποκτήσει πλέον μία συλλογική μνήμη, που έχουμε την υποχρέωση και να την διαφυλάξουμε και να την μεταδώσουμε στους νεότερους. Κι επειδή ζούμε σε περίεργες εποχές, όπου την μνήμη μας το σύστημα τείνει να την θεωρήσει ως κοινωνικό και πολιτικό μειονέκτημα, ενώ την αμνησία την επιδιώκει και την χρησιμοποιεί ως υπόστρωμα για διεργασίες επιβολής και εδραίωσης μιάς νέας τάξης πραγμάτων, οι μνήμες μας πλέον είναι τα τιμαλφή της ιστορίας μας, είναι τελικά η γνώση μας, είναι τελικά οι αλήθειες μας. Γιατί η α-λήθεια, με το άλφα στερητικό μπροστά, είναι η μη λήθη μας, η μνήμη μας δηλαδή για ό,τι συνέβη στον τόπο μας και στις γενειές μας.

2. Διότι πιστεύουμε πως ένας Σύλλογος σαν το δικό μας, θεωρεί την διατήρηση της παράδοσης του τόπου μας, όχι ως μία διαδικασία που αρχίζει και τελειώνει με συνεχώς επαναλαμβανόμενες ακουστικοχορευτικές μιμητικές αναπαραστάσεις κάποιων στιγμών του παρελθόντος, ή με περιστασιακές νεκραναστάσεις παλαιών εθίμων. Είναι η συνείδηση της ύπαρξης του παρελθόντος μέσα στο παρόν. Η διατήρηση της παράδοσης είναι η ανάδειξη των αξιών που η ίδια η παράδοση εμπεριέχει και η λειτουργία των αξιών αυτών ως αντισωμάτων κατά της ισοπεδωτικής λογικής των εμπορευματικών προτύπων ζωής, τα οποία η παγκοσμιοποίηση προσπαθεί να επιβάλλει, εις βάρος της ξεχασμένης και αγραναπαυμένης μας Ρωμιοσύνης.


3. Διότι πάντοτε ο πληθυσμός του Λιβαδίου Ολύμπου και κατ’ επέκταση και τα μέλη του Συλλόγου μας, κατά μεγάλη πλειοψηφία, συμμετείχαν ενεργά σε όλους τους εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες, υπερασπιζόμενοι τις εθνικές πατριωτικές αρχές της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

4. Διότι εάν ως πολιτισμός νοείται το σύνολο των πνευματικών επιδόσεων και επιτευγμάτων του ανθρώπου στις τέχνες, στις επιστήμες, στους θεσμούς, στο δίκαιο κτλ., η δημοκρατία και το δημοκρατικό πολίτευμα είναι το κέλυφος μέσα στο οποίο τα επιτεύγματα αυτά μπορούν να ευδοκιμήσουν και να αναπτυχθούν προς όφελος των πολιτών. Επομένως η προάσπιση, η υπεράσπιση και η ενδυνάμωση της δημοκρατίας, ο πατριωτισμός δηλαδή, είναι πολιτισμός. Οι δε προσωπικές θυσίες στο όνομα του πατριωτισμού και της Δημοκρατίας, είναι τελικά δείγμα υπέρτατης Πολιτιστικής συνείδησης, με το Π κεφαλαίο, δηλαδή ένα δείγμα μιάς διαχρονικής ανθρώπινης αξίας, την οποία όλοι μας πρέπει να ενστερνιζόμαστε και να εμφυσούμε στους νεότερους.

Στο πλαίσιο λοιπόν του εορτασμού των 100 χρόνων από την ίδρυση του Συλλόγου μας, το Δ.Σ. του Συλλόγου μας, ενέταξε και την σημερινή εκδήλωση, μία εκδήλωση ‘δύσκολη’ θα λέγαμε, μία εκδήλωση που ίσως ταράζει τα νερά του συνειδησιακού μας εφησυχασμού, μία εκδήλωση που ξεσκονίζει μνήμες θαμμένες στο διάβα του χρόνου, μία εκδήλωση που ξεφεύγει από τα στερεότυπα των κλασσικών πανηγυρικών γενεθλίων και ιωβηλαίων, μία εκδήλωση προς τιμήν μιάς μνήμης που πάει να χαθεί μέσα στην παραζάλη της εποχής. Μιάς μνήμης που ως φορέας ευγενών ιδεών ενδεχομένως να μην πολυχρειάζεται σε μία εποχή γνωστικής αποστήθισης και επιδερμικής παπαγαλίας της επίσημης ή και της καθεστηκυίας ιστορίας, μιάς μνήμης που τείνει επισήμως να εκφυλιστεί σε πομπώδεις και γενικόλογες ανακοινώσεις, σε στιγμιαίες και τυπικές αποτίσεις φόρων τιμής (αύριο εξ άλλου γιορτάζεται και το Πολυτεχνείο και ξέρουμε πώς θα κανιβαλιστεί τηλεοπτικώς πάλι), μιάς μνήμης που εμείς τουλάχιστον δεν θέλουμε να αποστειρωθεί και να χάσουμε τα νοήματά της.
Είμαστε επομένως σήμερα όλοι μας εδώ, για να τιμήσουμε κάποιους συμπατριώτες και μέλη του Συλλόγου μας, οι οποίοι, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι και διότι ‘δεν συνεμορφώθησαν προς τας υποδείξεις’ κατά την μαύρη περίοδο της 7χρονης δικτατορίας, φυλακίστηκαν, εκτοπίστηκαν και βασανίστηκαν για τα δημοκρατικά τους φρονήματα, για τις ιδέες τους, για την ακεραιότητα των πεποιθήσεών τους. Τελικά οι άνθρωποι αυτοί, ταλαιπωρήθηκαν, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν για τον Πολιτισμό τους και τα ιδεώδη τους.
Το Δ.Σ. του Συλλόγου μας ζήτησε τη βοήθεια κάποιων ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα της 7ετίας από μέσα (εννοούμε μέσα από τις φυλακές), ώστε να έχει έναν όσο το δυνατόν πληρέστερο κατάλογο των συμπατριωτών και μελών μας που υπέστησαν αυτές τις απάνθρωπες διώξεις. Βρήκαμε τελικά 13 πρόσωπα, αν και πιστεύουμε πως είναι και άλλοι αφανείς, που για δικούς τους λόγους ακόμη σιωπούν.
Πολλοί από τους σημερινούς τιμωμένους συμπατριώτες μας, με περισσή ντροπαλοσύνη και με περισσή σεμνότητα, σχεδόν δυσφόρησαν, όταν προσεκλήθησαν να συμμετάσχουν στη σημερινή ημερίδα. Χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουμε πιεστικά και να εξαντλήσουμε όλη μας την πειθώ, για να τους έχουμε σήμερα εδώ, παρά τα προβλήματα υγείας που οι περισσότεροι έχουν.

Αγαπητές συμπατριώτισσες και συμπατριώτες, κυρίες και κύριοι

Έχουμε σήμερα εδώ μαζί μας, τους σεμνούς πατριώτες και πατριώτισσες με το Π κεφαλαίο:
1. Ασπασία Καρρά-Μαραβέα
2. Κίμωνα Καρρά
3. Λίτσα Καρρά-Κακαμάκα
4. Οικογένεια Κώστα Καρρά
5. Βασίλη Μάστορα
6. Γιώργο Μάστορα
7. Τάκη Καρανίκα
8. Τάσο Καζλάρη
9. Πόπη Καζλάρη-Παπαστεργιάδη
10. Βασίλη Μπάμπα
11. Μιχάλη Σπυριδάκη
12. Γιάννη Τριάρχου
13. Τιμολέοντα Φακαλή

Οι συμπατριώτες μας αυτοί, εργάτες του πνεύματος και του σώματος, μας τιμούν με την παρουσία τους και ήρθαν όχι τόσο για να τους τιμήσουμε, αλλά για να μας τιμήσουν αυτοί με τη σεμνότητά τους για τα 100 χρόνια του Συλλόγου μας. Και ήρθαν για να μας μεταφέρουν ένα μήνυμα μνήμης. Ένα μήνυμα ελευθερίας, ένα μήνυμα δημοκρατίας, ένα μήνυμα αισιοδοξίας, ένα μήνυμα αξιοπρέπειας, ένα μήνυμα πολιτισμού Ένα μήνυμα που απευθύνεται σε όλους μας αλλά κυρίως στους νεότερους. Και το μήνυμα αυτό, τον πολιτισμό αυτόν, τον πλήρωσαν με πολύχρονες ταλαιπωρίες, φυλακίσεις και βασανιστήρια.

Θα προσπαθήσω συνοπτικά να παραθέσω τα γεγονότα της εποχής εκείνης, δίδοντας ευκαιρία να τα ανασύρουμε από τη μνήμη μας οι παλαιότεροι και να τα αποτυπώσουν οι νεότεροι.

Το πρωί της 21ης Απριλίου 1967 η Ελλάδα ζούσε κάτω από ένα στρατιωτικό, δικτατορικό καθεστώς. Μία ομάδα ανωτέρων αξιωματικών, υπό τις ευλογίες, την στήριξη και τις παροτρύνσεις των ΗΠΑ και της CIA, κατέλυσε το δημοκρατικό καθεστώς και την εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας και επέβαλε μία στυγνή δικτατορία, παραβιάζοντας τους όρκους τους περί υπακοής εις το Σύνταγμα της Ελλάδας, αναστέλλοντας όλα τα άρθρα που αφορούσαν τις προσωπικές ελευθερίες των πολιτών και απλώνοντας ένα πέπλο τρόμου σε όλη την χώρα. Ελάχιστα έως μηδαμινά μας παρηγορεί το ότι 30 χρόνια μετά, ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον, αυτός ο Δημοκρατικός πλανητάρχης, αυτός ο εξαγωγέας της ειρήνης στα Βαλκάνια μέσω των βομβών, των καταστροφών και του διαμελισμού της τότε Γιουγκοσλαυίας, ζήτησε δημόσια συγγνώμη για την συμβολή της χώρας του στην δικτατορία, κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα.
Η δικτατορία διήρκεσε 7 χρόνια. Τα αποτελέσματα της 7ετίας αυτής είναι γνωστά (εκατοντάδες πατριώτες νεκροί, χιλιάδες πατριώτες στα ξερονήσια και το 40% της Κύπρου υπό τουρκική κατοχή). Πικρές οι αναμνήσεις. Χιλιάδες ταλαιπωρήθηκαν όλη εκείνη την περίοδο. Βασανιστήρια, εξορίες, άτυπες εκτελέσεις, διωγμοί, δίκες και καταδίκες ήταν στην ημερήσια διάταξη, με κορωνίδα εκείνο το διαβόητο «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», που στέγασε και επαύξησε όλη την αυθαιρεσία που είχε καθιερώσει το ως τότε μετεμφυλιακό καθεστώς.
Όσοι είχαν την ατυχία να ζήσουν την περίοδο εκείνη και να βιώσουν τα δεινά που επισώρευε μέρα με τη μέρα η δικτατορία, γνωρίζουν πλέον τι ήταν εκείνο που προκάλεσε τη λαίλαπα. Δεν ήταν μόνον ο διχασμός του πολιτικού κόσμου και η ψυχροπολεμική Αμερική. Ήταν και τα Ανάκτορα και η αποστασία και όσοι υπηρέτησαν και τους δύο αποσταθεροποιητικούς παράγοντες που οδήγησαν τη χώρα σε μια από τις χειρότερες περιόδους της νεότερης Ιστορίας της, με αποκορύφωμα την τραγωδία της Κύπρου. Να μην ξεχνάμε, πάντως. Υπήρξε και η «άλλη πλευρά», η οποία βολεύτηκε με τη δικτατορία, είτε επειδή ταυτιζόταν με τις επιλογές της και με όσα συμβόλιζε για τη Δεξιά της εποχής, είτε επειδή η δικτατορία ανέδειξε τα τυχοδιωκτικά της ένστικτα και προσέφερε σ' αυτήν γην και ύδωρ για να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα.
Στρατός, Εκκλησία, Αστυνομία, αλλά και μερίδα του αποκαλούμενου πνευματικού κόσμου σε όλες τις εκδοχές του και της ακαδημαϊκής κοινότητας, αποτέλεσαν τα στηρίγματα του δικτατορικού καθεστώτος και αποκόμισαν κέρδη, άλλα πρόσκαιρα που καταργήθηκαν ή αχρηστεύθηκαν με την κατάρρευση της δικτατορίας, άλλα μονιμότερα, κυρίως στον επιχειρηματικό τομέα. Πολλοί έθεσαν τότε τα επιχειρηματικά τους θεμέλια και αρκετοί κατάφεραν να παρατείνουν την οικονομική τους εξουσία ως τις μέρες μας.
Για καθολική αντίσταση στη δικτατορία μιλούν συνήθως πολλοί. Πρόκειται για υπερβολή, αφού η μεγάλη πλειοψηφία είχε μείνει σιωπηλή. Είναι αλήθεια ότι την ανέχτηκε το μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού και οικονομικού κατεστημένου του τόπου. Η απριλιανή χούντα, όμως, ποτέ δεν απέκτησε λαϊκό έρεισμα, γι' αυτό και ποτέ δεν τόλμησε -έστω και μία- δημόσια ανοιχτή συγκέντρωση. Προσωπικές συνθήκες, ο φόβος για τις πιθανές επιπτώσεις και η τάση για υποταγή στην οποιασδήποτε μορφής νομιμότητα, καθήλωσαν τους περισσότερους στην ασφάλεια που τους προσέφερε η αποχή από κάθε επικίνδυνη αντίδραση. Ανθρώπινες αδυναμίες, που με την πάροδο των ετών έχασαν κάθε ουσιαστική τους αξία.
Η μαζική λαϊκή διαμαρτυρία που ξεκίνησε με την διαδήλωση στην κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου του 1968, θα επαναληφθεί το 1973 στο μνημόσυνο για τα πέντε χρόνια από τον θάνατο του Γεωργίου Παπανδρέου και θα συνεχιστεί τις επόμενες μέρες στο Πολυτεχνείο, όπου η εξέγερση θα είναι η κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση. Ο απλός λαός δεν ανέχθηκε, ούτε συμβιβάστηκε. Αντί του εξευτελισμού με υπηρεσία στη χούντα, οι νέοι της εποχής προτιμούσαν τη μετανάστευση. Στη χουντική επταετία μετανάστευσαν στο εξωτερικό 1.022.188 Έλληνες. Από αυτούς οι 434.944 μόνιμα και 587.244 προσωρινά. Και επρόκειτο για δημοκρατικούς πολίτες, όπως αποδεικνύεται από τις μεγάλες αντιδικτατορικές εκδηλώσεις που οργάνωναν οι μετανάστες σε ευρωπαϊκές και άλλες χώρες. Το γιατί δεν οργανώθηκε από τον λαό ένοπλη αντίσταση στη δικτατορία: Κατ' αρχάς δεν υπήρχε καμία προετοιμασία, αλλά ούτε υπήρχαν και ερείσματα από δημοκρατικούς μέσα στον στρατό και στο κράτος. Από τη δικτατορία Μεταξά το 1936 έως και τη χούντα, το κράτος ήταν μονοκομματικό και μάλιστα ελεγχόμενο από ένα πανίσχυρο παρακράτος. Ο λαός γνώριζε ότι ένοπλη αντίσταση θα οδηγούσε σε αιματοχυσία και σε νέο εμφύλιο. Και είχαν περάσει μόλις 18 χρόνια από την προηγούμενη εμφύλια σύγκρουση.
Ποιοί, όμως, ανέχτηκαν τη δικτατορία; Την ανέχτηκε η άρχουσα τάξη, δηλαδή οι παράγοντες που στήριζαν το μετεμφυλιακό κράτος, το Στέμμα, ο Στρατός, η πολιτική της ηγεσία, η ιθύνουσα τάξη, ο Τύπος. Και αυτή, όμως, η Δεξιά που ήθελε δικτατορία και όχι εκλογές, γρήγορα κατάλαβε ότι την εξουσία κατέλαβε το τέρας του παρακράτους, το οποίο αυτή είχε εκθρέψει.
Το νεοελληνικό δράμα άρχισε αμέσως μετά το τέλος του πολέμου και κορυφώθηκε με τον εμφύλιο, το καθεστώς του οποίου συνεχίστηκε και μετά τη λήξη του. Ήταν ένα καθεστώς διχασμού και αστυνόμευσης των φρονημάτων, με φακέλους, διωγμούς και αποκλεισμό μεγάλου μέρους πολιτών από τη δημόσια ζωή αλλά και από το δικαίωμα εργασίας στο Δημόσιο και στον ευρύτερο τομέα, τον ελεγχόμενο από το κράτος.
Η απριλιανή δικτατορία έβγαλε στο φως όλες τις δυνάμεις του παρακράτους, που δρούσαν στο σκοτάδι. Έδειξε ότι ο Στρατός δεν ελεγχόταν από την πολιτική εξουσία ούτε από τη «νόμιμη» ηγεσία του ούτε από το Παλάτι, αλλά από μία ομάδα συνωμοτών, που είχε απλώσει παντού τα πλοκάμια της. Το ίδιο συνέβαινε και με την Αστυνομία. Δυστυχώς, όμοιο φαινόμενο είχαμε και στο «οχυρό της δημοκρατίας», δηλαδή στη Δικαιοσύνη. Οι κορυφαίοι λειτουργοί έσπευσαν αμέσως να δεχθούν υπουργικά αξιώματα στην κυβέρνηση της χούντας και ο κορυφαίος -ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου Κων. Κόλλιας- έγινε «πρωθυπουργός». Οι ύποπτοι, δηλαδή οι δημοκρατικοί, που ήταν μέσα στο οχυρό και αντιστέκονταν, αποκεφαλίστηκαν λίγους μήνες αργότερα. Παρόμοια στηρίγματα είχε το παρακράτος και στα πανεπιστήμια και στην Εκκλησία και σε όλους τους μηχανισμούς του κράτους. Όλοι οι θεσμοί ήταν βαθιά διαβρωμένοι ή μπλοκαρισμένοι, γι' αυτό και δεν εκδηλώθηκε αντίσταση.
Τι άφησε πίσω της η δικτατορία; Άφησε διαβρωμένους θεσμούς, πέρα από την τραγωδία της Κύπρου, αλλά και μια γενικότερη πτώση αξιών. Σοβαρή προσπάθεια αποκατάστασης του κύρους των θεσμών, δυστυχώς, δεν έγινε. Αυτό φαίνεται από την τεράστια έκταση της διαφθοράς και την αδυναμία των κομμάτων να την αντιμετωπίσουν. Η ντροπή της 21ης Απριλίου ας μείνει ανεπανάληπτη ιστορική ανάμνηση. Η καταισχύνη της Ελλάδας ας γίνει μάθημα για το μέλλον. Ας αντλήσουμε κι ένα δίδαγμα : Η σύνδεση πολιτικής εξουσίας και λαϊκής βούλησης και ο απόλυτος σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου -όλων των ανθρώπων και όλων των δικαιωμάτων- μας προστατεύουν από την τυραννία, αλλά και από τη γελοιοποίηση.
Μας προστατεύουν από γελοία αποφθέγματα του Παττακού, που και αυτός όπως και οι άλλοι πραξικοπηματίες, εβίαζαν ακόμη και την ελληνική γλώσσα. Ρήσεις όπως ‘Ο εγκαταλελειμμένος ελληνικός αγρός αναμένει το πότισμα από το ύδωρ της ελληνοχριστιανικής πηγής’ ή όπως ότι ‘Η μέθοδος δια την πορείαν μας προς το ιδανικόν είναι να συρρικνώσωμεν το στοιχείον του ψυχισμού από το τρίπτυχον της προσωπικότητάς μας και εν ψυχρώ απολύτως, με οδηγόν τον λόγον, να τοποθετήσωμεν τον εαυτόν μας εις την α΄ ή β΄ θέσιν του διπτύχου’, δείχνει πέραν των άλλως και την ψυχική διαταραχή των ανθρώπων εκείνων.

Ένα ακόμη εγκληματικό «προϊόν» της χουντικής επταετίας. Ειδικότητα . βασανιστής

Πώς γίνεται ένας βασανιστής; Καίριο ερώτημα, που προέκυψε μετά την πτώση της χούντας, όπου κάποια από αυτά τα ανθρωποειδή οδηγήθηκαν στη Δικαιοσύνη (για να «καθαρίσουν» με σχετικά ελαφριές ποινές). «Από ποιους Έλληνες στρατολογήθηκαν οι χιλιάδες βασανιστές των Ελλήνων;» αναρωτιέται η Λιλή Ζωγράφου. Ο κλέφτης, ο ληστής, ακόμα κι ο φονιάς έχουν να προβάλουν κάποιο άλλοθι. Το άλλοθι του βασανιστή, που καταπονεί έναν συνάνθρωπό του, ο οποίος προσωπικά δεν του έχει κάνει τίποτα, ποιό είναι; Η επιστήμη έχει βέβαια τις εξηγήσεις, οι οποίες ωστόσο δεν απαλλάσσουν τον σκεπτόμενο άνθρωπο από το δέος για το κτήνος που ενδεχομένως κρύβει μέσα του ο πλησίον ή και ο ίδιος, και περιμένει την κατάλληλη στιγμή να εκδηλωθεί. Είναι γεγονός πως τα βασανιστήρια των ναζί ωχριούν μπροστά στα βασανιστήρια των δικών μας βασανιστών. Αν εξαιρέσουμε τα κομφόρ της ομαδικής εξόντωσης που διαθέτανε τα γερμανικά στρατόπεδα, εμείς ξεπεράσαμε σε θηριωδία τους ναζί, επισημαίνει στο ίδιο βιβλίο η Ζωγράφου. Και προσθέτει: Πώς φτάσαμε εκεί; Με ποιον τρόπο, με ποια μέσα νικήσαμε την ανθρωπιά του Ρωμιού; Με ποια επιχειρήματα στραγγαλίσαμε το φυσικό συναισθηματισμό του; Πώς τον μεταβάλαμε από γείτονα, συγγενή, κουμπάρο, σε σαδιστή ψύχραιμο, σε βασανιστή, όχι ξένων εισβολέων, όχι αλλόγλωσσων κι αλλόθρησκων; Είδε κανείς, διάβασε πουθενά, πως κάποιος ανησύχησε; Ζητήθηκε από κάποια άτομα ή επιτροπή να γίνει μια έρευνα, μια μελέτη, προκειμένου να πληροφορηθεί υπεύθυνα το κράτος τι συνέβη στην Ελλάδα αυτά τα επτά χρόνια; Από πού μας ήρθε ο βασανιστής; Ποιος τον έφτιαξε; Ποιος τον πρόσφερε στο έγκλημα; Ήταν από φυσικού του σαδιστής, αιμοβόρος; Και ζούσε δω, στα περίχωρα; Στη γαλήνια κι αδιατάραχτη ελληνική επαρχία μας; Οι Έλληνες βασανιστές σε τι πίστεψαν, δολοφονώντας κι εξουδετερώνοντας άλλους Έλληνες συμπατριώτες τους; Εν ονόματι ποιού ιδανικού; Και πού είναι, αλήθεια, ο χριστιανισμός μιας χώρας, που, ξοφλά με ανθρωποθυσίες, για να εξουδετερώσει, τάχα, τον κίνδυνο του κομμουνισμού, που απειλεί τις χριστιανικές αρχές της ελληνικής οικογένειας και την ηθική της χριστιανικής νεολαίας; Πού ήταν η Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία στην περίοδο της εγκληματικής επταετίας; Άκουσε ή διάβασε κανείς φωνή διαμαρτυρίας να βγαίνει από ιερατικά χείλη, με μοναδική εξαίρεση τον Γεώργιο Πυρουνάκη; Αναρωτιέται η μεγάλη μας συγγραφέας.
Εξ άλλου και ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, την ώρα που βασανίζονταν οι πατριώτες, εδήλωσε ότι αυτός μελετούσε τον Λόγο του Θεού και δεν άκουσε ούτε κατάλαβε τίποτε.
Σε αυτή την ιδιότυπη και κατασκευασμένη κάστα ανθρώπων-βασανιστών και στα χέρια τους, έπεσαν πολλοί πατριώτες, ορισμένους από τους οποίους σήμερα τιμούμε εδώ. Ο Τάσος ο Καζλάρης διηγείται ότι μέσα στις φυλακές Αβέρωφ όπου παραθέρισε και αυτός, το Λιβάδι ήταν η τρίτη πόλη της Ελλάδας, μετά την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη. Περιποιεί τιμή και για το χωριό μας και για τον Σύλλογό μας, που ορισμένοι πολίτες εκείνης της περιόδου βρίσκονται σήμερα εδώ μπροστά μας, ήρεμοι, χαμογελαστοί ή βουρκωμένοι, με χαραγμένο το πρόσωπό τους, όχι τόσο από τον πόνο και τις στερήσεις εκείνης της μαύρης περιόδου, όσο από την έκφραση της γαλήνης των ανθρώπων που έκαναν το καθήκον τους, από την έκφραση της μεγάθυμης και μεγαλόψυχης συγχώριας που χάρισαν στους δεσμοφύλακες και τους βασανιστές τους, από την έκφραση της ψυχικής ολοκλήρωσης που επιφέρει η ενεργός συμμετοχή στην διαμόρφωση της σύγχρονης κοινωνίας μας. Αυτοί μαζί με τόσους και τόσους άλλους και όχι ο Σεφέρης, έγραψαν τους στίχους που λένε ότι ‘Λίγο ακόμα Θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν, τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο, τη θάλασσα να κυματίζει, λίγο ακόμα να σηκωθούμε, λίγο ψηλότερα’, αυτοί μαζί με τόσους και τόσους άλλους και όχι ο Μίκης ο Θεοδωράκης, τους μελοποίησαν, αυτοί μαζί με τόσους και τόσους άλλους και όχι η Μαρία η Φαραντούρη, τους τραγούδησαν.
Και σήμερα; Αύριο που θα γιορτάσουμε και πάλι το Πολυτεχνείο; Που βρισκόμαστε; Αφυδατωθήκαμε; Εφησυχάσαμε; Ξεχάσαμε; Κουραστήκαμε από τον στομφώδη τρόπο εμφάνισης και παρουσίασης των γεγονότων; Γεράσαμε; Συμβιβαστήκαμε; Φοβόμαστε ακόμη;
Ας αφήσουμε τους στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη να απαντήσουν σε αυτά τα αδυσώπητα ερωτήματα. Ίσως η ποιητική πέννα απαντάει με τον πιο αιχμηρό και αληθινό τρόπο σε αυτά :

Φοβάμαι...
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία
-μεσούντος κάποιου Ιουλίου-
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια
κραυγάζοντας «δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα
να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου κλείναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα
και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα σπάζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο
όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμη περισσότερο.

Αγαπητές συμπατριώτισσες και συμπατριώτες, κυρίες και κύριοι
Όσο βλέπουμε μπροστά μας αυτούς τους ανθρώπους που τιμούμε και μας τιμούν σήμερα εδώ, μπορούμε να διαβεβαιώσουμε τον ποιητή, εκεί ψηλά που βρίσκεται, ότι δεν πρέπει να φοβάται. Να φοβάται, μόνο εάν τα μηνύματά τους εμείς δεν θα τα μεταφέρουμε στους νεότερους, να φοβάται μόνο εάν τα μηνύματα αυτά θα μείνουν έγκλειστα σε αυτό το αμφιθέατρο και δεν θα βγουν παραέξω, να φοβάται μόνο εάν εμείς δεν γίνουμε φορείς και μεταφορείς των άγιων πράξεών τους, να φοβάται μόνον εμάς και την ιστορική μας ραστώνη, την δημοκρατική μας τεμπελιά, την συνειδησιακή μας αγρανάπαυση, την πατριωτική μας σκουριά.

Αγαπητές συμπατριώτισσες και συμπατριώτες, κυρίες και κύριοι

Δεν τιμά ο Σύλλογός μας σήμερα αυτούς τους ανθρώπους. Αυτοί οι άνθρωποι τιμούν εμάς.
Ο Σύλλογός μας, ο Σύλλογος Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης ‘Ο Γεωργάκης Ολύμπιος’, είναι περήφανος για τους ανθρώπους αυτούς, τους πατριώτες, τους δημοκράτες, τους συμπατριώτες μας, η στάση των οποίων απέναντι στην ιστορία γεμίζει τις καρδιές μας με σεβασμό, απέραντη εκτίμηση και αγάπη.

Το χειροκρότημά μας προς τους ανθρώπους αυτούς, καθώς και ένας αναμνηστικός πάπυρος, είναι ο ελάχιστος φόρος τιμής που μπορεί να αποτίσει ο Σύλλογος προς αυτούς.

Σας ευχαριστώ θερμά

Δεν υπάρχουν σχόλια: